πόρπης

πόρπης
πόρπη
brooch
fem gen sg (attic epic ionic)
πορπάω
fasten with a brooch
pres ind act 2nd sg
πορπάω
fasten with a brooch
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • CONTACOPAECTES — Graece Κοντακοπαίκτης vel Κονδακοπαίκτης, dictus est a voce κόνδαξ, vel κόνταξ, genus iaculationis denotante, qui hôc genere ludi sese excercebat. Photius in Nomocanone, Μόνον δὲ παίζειν ἔξεςτι μονόβολον καὶ κοντομονόβολον καὶ Κιντανὸν κόντακα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο …   Dictionary of Greek

  • CINDALOPAECTAE — Graece Κινδαλοπαῖκται, vel Κυνδαλοπαῖςται, ut habet Hesychius; dicebantur, qui ludebant ludum Κυνδαλασμὸν seu Κινδαλισμὸν, graecis veterib, dictum, quem Pollux describit, l. 9. c. 7. Κυνδάλη enim vel Κινδάλη Dorice palus dicebatur. Ludus igitur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλλιξ — ἄλλιξ ( ικος), η (Α) 1. αντρικό πανωφόρι 2. πορφυρή χλαμύδα 3. είδος πόρπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά κείμενα και σε ποιητές τής Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό alicula «είδος χλαίνης» αποτελεί πιθ. δάνειο… …   Dictionary of Greek

  • επιπόρπημα — ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) [επιπορπούμαι] 1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού 2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού 3. στολίδι τής πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο …   Dictionary of Greek

  • επιπόρπωμα — ἐπιπόρπωμα, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης, καὶ τῶν ἱππέων ἡ τὰς χλαμύδας συνέχουσα πόρπη» …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κορνο(σ)κόπιον — τὸ (Α) (στο Βυζάντιο) είδος γυναικείου κοσμήματος, πόρπης που έμοιαζε με το κέρας τής Αμαλθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornu copiae «κέρας τής Αμαλθείας (αφθονίας)». Το σ πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με τα ουσ. σε σκόπιον] …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • περιπορπητός — ή, όν, Α [περιπορπώμαι] (κατά τον Ησύχ.) «ὁ διὰ πόρπης περικεκομβωμένος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”